ΑΣΤΙΚΟΣ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ
Παρουσίαση 21-5-2009
Ανάλυση περιοχής
Η περιοχή μελέτης βρίσκεται στην ανατολική πλευρά της Θεσσαλονίκης, στα όρια του ΠΣΘ, και αποτελεί μία περιοχή μετάβασης από τον πυκνοδομημένο αστικό ιστό στην «ύπαιθρο».
Αυτή η αντίθεση μεταξύ των δύο διαφορετικών περιοχών μας οδήγησε στη διερεύνηση ενός εναλλακτικού τρόπο που οργάνωσης του αστικού χώρου, που δεν περιορίζεται από την αυστηρότητα των οικοδομικών τετραγώνων, αλλά επιχειρεί να πραγματευθεί μία νέα σχέση ανάμεσα στον αστικό ιστό και την ύπαιθρο, το δομημένο και το αδόμητο, το δημόσιο και το ιδιωτικό, δίνοντας βαρύτητα στις ενδιάμεσες των δύο καταστάσεις.
Έτσι δεν καταλήξαμε στην αξιοποίηση κάποιων «προτερημάτων» της περιοχής, τα οποία ωφελούν ορισμένες περιοχές και άλλες όχι, αλλά επιχειρήσαμε οι ίδιες οι μονάδες κατοικίας να δημιουργούν μικροπεριβάλλοντα ιδανικά για κατοίκιση. Με αυτό τον τρόπο αναζητούμε και μία, διαφορετική από την υπάρχουσα, πραγματικότητα ανάπτυξης και διάρθρωσης των κοινωνικών σχέσεων που γεννούνται σε μια περιοχή κατοικίας.
Πρώτες ιδέες
Αρχικά αντιληφθήκαμε τις δραστηριότητες που καλείται να καλύψει και να αναπτύξει μια περιοχή κατοικίας ως περισσότερο «φουσκωμένες» σε κάποια σημεία και πιο «χαλαρές» σε άλλα. Οδηγηθήκαμε με αυτόν τον τρόπο στην αντιστοίχιση με ένα σφουγγάρι, το οποίο «απορροφά» δραστηριότητες από κάποια μεριά και τις διαχέει σε μία άλλη. Μας απασχόλησε η ιδέα της “porosity”,της διαπερατότητας, δηλαδή με ποιο τρόπο γίνεται αυτή η διάχυση δραστηριοτήτων και η μετάβαση από περιοχή σε περιοχή. Επίσης σε ποιο βαθμό, σε ποια σημεία και με ποιο τρόπο γίνονται αυτές οι μεταβάσεις. Έπειτα διαπιστώσαμε ότι οι «μεταβατικοί τόποι», για τους οποίους γίνεται λόγος, παίζουν πολύ σημαντικό ρόλο στην οργάνωση μιας περιοχής κατοικίας, όπου συναντούμε διαφορετικά επίπεδα ιδιωτικότητας, που διαδοχικά περνούν στο δημόσιο χώρο. Αναζητούμε να δημιουργήσουμε μια διαδοχή τέτοιων χώρων, κλειστών/ ανοιχτών, ιδιωτικών/ δημόσιων, μικρής/ μεγάλης συγκέντρωσης, κοκ…
Πρόταση
Έτσι στο σχέδιό μας καταλήγουμε σε «ρέουσες» περιοχές, που εισδύουν η μία στην άλλη, σε ορισμένες περιπτώσεις αποζητούν τη συνέχεια και τη σύνδεση ενώ σε άλλες την ασυνέχεια και την «απομόνωση». Με αυτό τον τρόπο εισάγουμε και το στοιχείο της έκπληξης, πχ. της κατάληξης ενός μεγάλου ανοιχτού χώρου σε μία κλειστή περιοχή. Σε συνδυασμό σχεδιάζουμε το δρόμο και της γύρω του περιοχή, με «στενέματα» και «αραιώματα» της, οφιοειδή, ώστε να ελαττώσουμε και την ταχύτητα των οχημάτων πηγαίνοντας προς τα κάτω.
Ο τετραγωνικός κάνναβος που χρησιμοποιήθηκε για την οργάνωση των «συγκροτημάτων», αποτελεί τον ιστό που συνδέει το δρόμο (και τη θέαση του βουνού) με τη θάλασσα, στη διεύθυνση βορρά-νότου, τον αστικό ιστό με την ύπαιθρο στη διεύθυνση ανατολής- δύσης. Τα «όρια» αυτής της σύνδεσης ή «μη σύνδεσης» αναζητούμε.
Επίσης ο παραπάνω κάνναβος δε χρησιμοποιείται ως περιορισμός, αλλά ως εργαλείο, ώστε με διάφορους χειρισμούς να αποδώσει την αναζητούμενη πολυπλοκότητα. Πράγματι δεν υιοθετείται ένα αναπόσπαστο και επαναλαμβανόμενο σχήμα των μονάδων κατοικίας, αλλά ένα ενδεικτικό σχήμα, το οποίο αποτελεί τη βάση όπου θα γίνουν οι εναλλαγές.
Την ίδια λογική μεταχειριζόμαστε και σε ευρύτερα συγκροτήματα και συσχετισμούς των σχηματισμών κατοικιών. Προσπαθούμε να τους διαχειριστούμε με ευελιξία στο επίπεδο αλλά και στο χώρο, ώστε να δημιουργούν διαφορετικές ποιότητες χώρων, όσον αφορά την πρόσβαση, τις οπτικές, το φωτισμό , τον αερισμό, το αίσθημα της κλειστότητας ή της «ανοιχτωσιάς».
Παράλληλα, θέλοντας να αποφύγουμε τη δημιουργία μιας «χαώδους» περιοχής θέτουμε τους ανοιχτούς μας χώρους ως πλατείες- σήματα κατατεθέν- στοιχεία προσανατολισμού και επιδιώκουμε την ενοποίηση των δημοσίων χώρων ώστε η περιοχή να είναι ευχάριστα προσπελάσιμη από τους πεζούς και να αφήνει περιθώρια περιπλάνησης- εξερεύνησης του χώρου, ενώ ταυτόχρονα, από πιο σύντομες διαδρομές δίνει τη δυνατότητα γρήγορης μετάβασης από τη μία περιοχή στην άλλη. Επιπλέον τα κτίρια διαφοροποιούνται και ως προς το ύψος ανά περιοχή, με την περιοχή δίπλα στο δρόμο ψηλότερη, ενώ καθώς κατεβαίνουμε προς τα κάτω και το μέγεθος του κάθε συγκροτήματος ελαττώνεται, ελαττώνεται και το ύψος του.
Τέλος όσον αφορά τους τύπους των κατοικιών, για να ανταποκριθούν στα κοινωνικά ζητούμενα και σε ανάγκες φωτισμού- αερισμού, τις οργανώνουμε σε συγκροτήματα που αποτελούνται από διμερείς κλάδους, περίκεντρα τοποθετημένους για να δημιουργούν μικρές συγκεντρώσεις.
Στους κλάδους αυτούς «κουμπώνουν» «κουτιά»- κατοικίες. Εξυπηρετούνται από οριζόντιους διαδρόμους ανά δύο ορόφους (καθώς πρόκειται για διπλοκατοικίες) και η κατακόρυφη επικοινωνία, με κλιμακοστάσια ανά ορισμένα διαστήματα. Δίνεται η δυνατότητα να αφαιρεθούν κάποια «κουτιά», ώστε να δημιουργούνται ανοίγματα- περάσματα, αν πρόκειται για το επίπεδο του εδάφους, ταράτσες, αν πρόκειται για τους ορόφους, ή να αφεθεί ελεύθερος ο διάδρομος από τη μία πλευρά ώστε να λειτουργήσει ως μπαλκόνι σε εσωτερική αυλή.
Οι περιοχές γύρω από τις κατοικίες είναι ημιδημόσιες, περιλαμβάνουν χώρους στάθμευσης των αυτοκινήτων και στο εσωτερικό των κλειστών ομάδων κατοικιών δημιουργούν αυλή με την είσοδό τους μέσω των διαδρόμων η των κλιμακοστασίων για τους διαδρόμους των ορόφων.
24/5/09
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου